- πυροκλοπία
- πῠρο-κλοπία, ἡ,A theft of fire, AP6.100 (Crin., v.l. πυρι-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυροκλοπία — και πυρικλοπία, ἡ, Α (σχετικά με τον Προμηθέα) η κλοπή τής φωτιάς («οἷα Προμηθείης μνῆμα πυροκλοπίης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο / πυρι (βλ. λ. πυρ) + κλοπία (< κλοπος < κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο κλοπία] … Dictionary of Greek
πυρικλοπία — ἡ, Α (δ. ανάγν.) βλ. πυροκλοπία … Dictionary of Greek